κτεατισμός

κτεατισμός
κτεατισμός, ὁ (Α)
βλ. κτεανισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κτεανισμός — ή κτεατισμός, ὁ (Α) απόκτηση πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλη γρφ. τού τ. κτεατισμός, η οποία οφείλεται σε επίδραση τής λ. κτέανον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”